- αειδής
- ἀειδής, -ές (AM)1. ο δίχως μορφή ή σχήμα, άμορφος2. ο δίχως σωματική μορφή, ασώματος, αόρατος, άυλοςμσν.1. σκοτεινός, μουντός2. ασήμαντος, τιποτένιοςαρχ.1. άσχημος, δύσμορφος2. ακαθόριστος, απροσδιόριστος3. ανεξιχνίαστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + -ειδὴς < εἶδος.ΠΑΡ. αρχ. ἀειδία].
Dictionary of Greek. 2013.